- λεπρός
- -ή, -ό (AM λεπρός, -ά, -όν, Α θηλ. και λεπράς, -άδος)αυτός που έχει προσβληθεί από λέπρα («ἄνθρωποι λουόμενοι, λεπροὶ γίγνονται», Θεόφρ.)αρχ.1. γεμάτος λέπια, τραχύς (α. «ἀκταὶ λεπραί», Λυκόφρ.β. «πέτρα τε τέτυκται λεπράς», Θεόκρ.)2. το θηλ. ως ουσ. (στον β' τ.) ἡ λεπράςαπόκρημνος βράχος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεπρόνη λέπρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω «ξεφλουδίζω» + επίθημα -ρός (πρβλ. εχθ-ρός, λαμπ-ρός). Η αρχική σημ. τής λ. ήταν «γεμάτος λέπια, τραχύς», ενώ στη συνέχεια πήρε τη σημ. «αυτός που πάσχει από λέπρα», λόγω τής υφής τού δέρματος τών προσβεβλημένων από την ασθένεια αυτή. Τις λ. λεπρός, λέπρα δανείστηκαν διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες μέσω ενός λατ. leprae, πρβλ. αγγλ. leper, leprosy].
Dictionary of Greek. 2013.